- χρυσείῃ
- χρῡσείῃ , χρύσεοςgoldenfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσείη — χρῡσείη , χρύσεος golden fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AUREA Regio — an Insula, Graece χρυσῆ χώρα, memoratur Avieno, Inde fluenta Tenduntur Scythici longe maris in facis orium Eoae, qua Cyaneis erepit ab undis Insula, quae prisci signatur nominis usu Aurea: Dionysio, cuius verba is vertit, χρυσείη dicitur; estque… … Hofmann J. Lexicon universale
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων … Dictionary of Greek